ετεροζυγία

ετεροζυγία
η (ΑΜ ἑτεροζυγία) [ετερόζυγος]
(κυρίως για πλάστιγγες) η κλίση, η ροπή προς το ένα από τα δύο μέρη (α. «κρούσασαι [αἱ πλάστιγγες] ἀνὰ μέρος ἑκατέρα κατὰ τὴν ἑτεροζυγίαν» β. «ἑτεροζυγία τῆς διανοίας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑτεροζυγίαν — ἑτεροζυγίᾱν , ἑτεροζυγία inclination to one side fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”